- γωνιόλιθος
- ολίθος ο οποίος είναι παραλληλόγραμμος και ογκώδης και κατάλληλος για τη δομή γωνιών κτηρίου, αγκωνάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. cornerstone < corner «γωνία» + stone «λίθος». Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.